- οξύμετρο
- τοχημ.1. συσκευή που επιτρέπει τον προσδιορισμό τής ποσότητας ενός οξέος σε ένα διάλυμα καθώς και τον προσδιορισμό τής οξύτητας ορισμένων υγρών τροφίμων, όπως λ.χ. τού λαδιού, τού γάλακτος, τού κρασιού κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξύ + μέτρο. Ο όρος αποτελεί απόδοση τού γαλλ. acidimetre].
Dictionary of Greek. 2013.