οξύμετρο

οξύμετρο
το
χημ.
1. συσκευή που επιτρέπει τον προσδιορισμό τής ποσότητας ενός οξέος σε ένα διάλυμα καθώς και τον προσδιορισμό τής οξύτητας ορισμένων υγρών τροφίμων, όπως λ.χ. τού λαδιού, τού γάλακτος, τού κρασιού κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξύ + μέτρο. Ο όρος αποτελεί απόδοση τού γαλλ. acidimetre].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οξύμετρο — το όργανο για τη μέτρηση της οξύτητας υγρών, αλλ. γράδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • οξυμέτρηση — η χημ. ο υπολογισμός με το οξύμετρο τής ποσότητας τών οξέων που περιέχονται στο ελαιόλαδο …   Dictionary of Greek

  • οξόμετρο — το το οξύμετρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”